ξερατό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερατό τα ξερατά
      γενική του ξερατού των ξερατών
    αιτιατική το ξερατό τα ξερατά
     κλητική ξερατό ξερατά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξερατό < μεσαιωνική ελληνική < ξερνώ

Ουσιαστικό

ξερατό ουδέτερο

  • το έμεσμα, το υγρό που αποβάλλεται από το στομάχι κατά τη διάρκεια ενός εμετού

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.