hundred

Αγγλικά (en)

Αριθμητικό

hundred (en)

  1. εκατό, εκατόν, εκατοντάδα, που δηλώνει ένα σύνολο από 100 μονάδες
    a/one hundred dollars/years/meters - εκατό δολάρια/χρόνια/μέτρα
    one hundred ten - εκατόν δέκα
    one hundred one - εκατόν ένα/μία.
    one hundred percent - εκατό τοις εκατό
    five in a hundred = 5% - πέντε στα εκατό
    Open the book to page one hundred.
    Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα εκατό.
    He is in/he entered his hundreds.
    Είναι/μπήκε στα εκατό.
    He reached his hundreds.
    Έφτασε τα εκατό.
    two hundred hats - δυο εκατοντάδες καπέλα
  2. εκατό, εκατοντάδα, ως στρογγυλός αριθμός για να δηλωθεί μεγάλος αριθμός
    I told you a hundred times./I told you hundreds of times.
    Στο είπα εκατό φορές.
    hundreds of times - εκατοντάδες φορές
  3. (μόνο στον πληθυντικό) οι εκατοντάδες, οι αριθμοί από το 100 έως το 999
    A number in the third place from the right indicates the hundreds.
    Σε έναν αριθμό το τρίτο από τα δεξιά ψηφίο δηλώνει τις εκατοντάδες.
  4. (μόνο στον πληθυντικό) ο αιώνας, τα χρόνια ενός συγκεκριμένου αιώνα
    in the nineteen hundreds (=in the nineteenth century) - τον δέκατο ένατο αιώνα

Εκφράσεις

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
hundred hundreds

hundred (en)

Πηγές



Δανικά (da)

Αριθμητικό

hundred (da)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.