εκατόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εκατόν < αρχαία ελληνική ἑκατόν

Αριθμητικό

εκατόν

  • ο ακέραιος αριθμός 100· χρησιμοποιείται αντί του τύπου εκατό στα απόλυτα αριθμητικά που είναι μεγαλύτερα του 100, π.χ. εκατόν ένα (101), εκατόν είκοσι (120) κλπ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.