εκατόνταρχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκατόνταρχος οι εκατόνταρχοι
      γενική του εκατόνταρχου των εκατόνταρχων
    αιτιατική τον εκατόνταρχο τους εκατόνταρχους
     κλητική εκατόνταρχε εκατόνταρχοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκατόνταρχος < αρχαία ελληνική ἑκατόνταρχος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.kaˈton.daɾ.xos/

Ουσιαστικό

εκατόνταρχος αρσενικό

  • (στρατιωτικός βαθμός) αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού, επικεφαλής εκατό ανδρών

Συνώνυμα

  • κεντυρίων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.