κατοστάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατοστάρι τα κατοστάρια
      γενική του κατοσταριού των κατοσταριών
    αιτιατική το κατοστάρι τα κατοστάρια
     κλητική κατοστάρι κατοστάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατοστάρι < εκατοστή + -άρι

Ουσιαστικό

κατοστάρι ουδέτερο

  1. χρηματικό ποσό εκατό χαρτονομισμάτων
  2. αγώνας δρόμου εκατό μέτρων
  3. μηχανή εκατό κυβικών
  4. μεταλλικό κύπελλο που η περιεκτικότητά του ήταν εκατό δράμια και το χρησιμοποιούσαν ως μέτρο βάρους υγρών και κυρίως κρασιού
  5. ποσότητα εκατό γραμμαρίων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.