information

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

information < (κληρονομημένο) μέση αγγλική informacion < (άμεσο δάνειο) αγγλονορμανδική informacioun < (άμεσο δάνειο) παλαιά γαλλική information

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌɪnfəˈmeɪʃən/ & /ˌɪnfəɹˈmeɪʃən/
 

Ουσιαστικό

information (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η πληροφορία, οι πληροφορίες
    I need some information about your business.
    Χρειάζομαι μερικές πληροφορίες για την επιχείρησή σας.
    He gave us a piece of information.
    Μας έδωσε μια πληροφορία.
    For more information, call this number.
    Για περισσότερες πληροφορίες πάρτε αυτό το νούμερο.
  2. η πληροφόρηση, η ενέργεια του να πληροφορώ
    for your information - για την πληροφόρησή σας
    The television opened new horizons in information.
    Η τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.
  3. (χριστιανισμός) η θεοπνευστία
     συνώνυμα: divine inspiration
  4. (πληροφορική) η πληροφορία, τα δεδομένα των οποίων η μικρότερη μονάδα είναι το bit
  5. οι πληροφορίες τηλεφωνικού καταλόγου (τηλεφωνική υπηρεσία)

Συγγενικά

  • informatics
  • informationism
  • informationist
  • informational

Πολυλεκτικοί όροι

  • information security
  • information society
  • information superhighway
  • information system
  • information technology

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
information informations

information (fr) θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.