ειδησούλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ειδησούλα οι ειδησούλες
      γενική της ειδησούλας
    αιτιατική την ειδησούλα τις ειδησούλες
     κλητική ειδησούλα ειδησούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ειδησούλα < είδηση + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

Ουσιαστικό

ειδησούλα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.