παίρνω είδηση
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpeɾno ˈiðisi/
Έκφραση
παίρνω είδηση
- αντιλαμβάνομαι ότι κάτι συνέβη
- ↪ δεν πήρα είδηση
- ※ Εξεπίτηδες φώναζε δυνατά να πάρω είδηση. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
- παίρνω πρέφα
- παίρνω χαμπάρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.