nouvelle
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /nu.vɛl/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| nouvelle | nouvelles |
nouvelle (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) το νέο, η είδηση, το μαντάτο, το χαμπάρι,το χαμπέρι
- j'ai entendu une nouvelle - άκουσα ένα νέο
- j'ai entendu aux nouvelles... - άκουσα στα νέα..
- quelles sont les nouvelles du jour ? - ποια είναι τα σημερινά νέα;
- η νουβέλα
- il a écrit une autre nouvelle - έγραψε μια άλλη νουβέλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
nouvelle (fr)
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.