ειδησεογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ειδησεογράφος | οι | ειδησεογράφοι |
| γενική | του/της | ειδησεογράφου | των | ειδησεογράφων |
| αιτιατική | τον/την | ειδησεογράφο | τους/τις | ειδησεογράφους |
| κλητική | ειδησεογράφε | ειδησεογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
ειδησεογράφος < είδηση, ειδήσε(ως) + ο + -γράφος
Ουσιαστικό
ειδησεογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο δημοσιογράφος, ο συντάκτης που γράφει αποκλειστικά ειδήσεις
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ειδησεογράφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.