δῶρον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- δῶρον < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῶρον
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
δωρο-
δωρο-
- δωρο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δωρο- στο Βικιλεξικό
- -δωρος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δωρος στο Βικιλεξικό
επίσης
- ἀγαθοδωρία
- ἀγαθοδώρως
- ἀδωροδόκος
- ἀδωρόληπτος
- ἀδωροληψία
- ἀντιδωράκι
- ἀντιδωρέω
- ἀντιδωρία
- ἀντίδωρον
- ἀδωροφόρητος
- ἀξιοδωροφορῶ
- αὐτοδώρητος
- ἀφθαρτοδώρητος
- ἀφιλοδωρία
- δωρεά
- δωρεάν
- δωρεαστικός
- δωρεαστικῶς
- δωρεατικός
- δώρημα, δώρημαν
- δώρησις
- δωρητήρ
- δωρητικῶς
- δωρηφορῶ
- δωριανός
- δωρίζω, δωρίζομαι
- δωριμαῖος
- δώρισμα
- δωρώνυμος
- εἰρηνοδώρως
- ἐντελόδωρον
- ἐπαντίδωρον
- ἐπιδωρέω
- ἑτοιμοδώρητος
- εὐδωρέομαι
- ζήδωρ
- ζωοδωρήμων
- ζωοδώρητος
- ζωοδωρία
- θειοδώρητος
- Θεοδώρα
- θεοδώρητος
- θεοδωρία
- Θεοδωρώνυμος
- θευδωρωνυμίη
- καλοδωρίζω
- μεγαλοδωρεά
- μεγαλοδωρέω
- μεγαλοδώρημα
- Μηνοδώριος
- μικροδωρεά
- μικροδωρία
- οὐρανοδώρητος
- Πολυδώρειος
- πολυδώρως
- προσδωρέω
- προσεπιδωρέομαι
Πηγές
- δῶρον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δῶρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | δῶρον | τὰ | δῶρᾰ |
| γενική | τοῦ | δώρου | τῶν | δώρων |
| δοτική | τῷ | δώρῳ | τοῖς | δώροις & δώροισι(ν) |
| αιτιατική | τὸ | δῶρον | τὰ | δῶρᾰ |
| κλητική ὦ! | δῶρον | δῶρᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δώρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | δώροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
Ουσιαστικό
δῶρον ουδέτερο
- δωρεά, χάρισμα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)
- ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
- Όταν ο ήλιος έδυσε κι έπεσε το σκοτάδι, | επήγαν τότε να πλαγιάσουν, για να χαρούν το δώρο του ύπνου.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἦμος δ᾽ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε, | δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 426 (426-427)
- δώρο (τιμητικό)
Εκφράσεις
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
δωρο-
δωρο-
- δωρο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δωρο- στο Βικιλεξικό
- -δωρος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δωρος στο Βικιλεξικό
επίσης
- ἀδώρητος
- ἀδωρία
- ἀδωροδόκητος
- ἀδωροδοκία
- ἀδωροδόκος
- ἀδωρόληπτος
- ἄδωρος & παράγωγα
- αἱμόδωρον
- ἀναξιδώρα
- ἀνησιδώρα
- ἀντιδωρεά
- ἀντιδωρέομαι
- ἀντίδωρον
- ἀποδωρέω
- ἀστροδώρητος
- διαδωρέομαι
- δωρεά
- δωρεαῖος
- δωρεαστικός
- δωρέομαι
- δωρετικός
- δωρέω
- δώρημα
- δωρηματικός
- δωρητήρ
- δωρητής
- δωρητικός
- δωρητός
- δωρίτης
- δωρύττομαι
- δωρώνιον
- ἐπιδωρέομαι
- εὐδώρητος
- θεοδώρητος
- καλλιδώρα
- καταδωροδοκέω
- λειμόδωρον
- μεγαλοδωρέομαι
- μεγαλοδωρία
- μνασιδωρέω
- μνησιδωρέω
- μολποδώρα
- ὀνησιδώρα
- πανδώρα
- πατροδώρητος
- Πολυδώρη
- πολυδωρία
- προδωρέομαι
- προσδωρέομαι
- Σεβαστοδώρητος
- συνδωρέομαι
- φιλοδωρία
Δείτε και #Ετυμολογία 2 και το ρήμα δίδωμι
Ετυμολογία 2
- δῶρον < → λείπει η ετυμολογία Κατά τον Beekes, δε συνδέεται με το δῶρον (δώρο). [2]
Σύνθετα
- ὀρθόδωρον
-δωρος με σημασία απόστασης, όπως
- δεκάδωρος
- ἑκκαιδεκάδωρος
Αναφορές
- δώρο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- δῶρον σελ. 363 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- δῶρον - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δῶρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δῶρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.