ἄδωρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄδωρος τὸ ἄδωρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδώρου τοῦ ἀδώρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδώρ τῷ ἀδώρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄδωρον τὸ ἄδωρον
     κλητική ! ἄδωρε ἄδωρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄδωροι τὰ ἄδωρ
      γενική τῶν ἀδώρων τῶν ἀδώρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδώροις τοῖς ἀδώροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδώρους τὰ ἄδωρ
     κλητική ! ἄδωροι ἄδωρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδώρω τὼ ἀδώρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδώροιν τοῖν ἀδώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄδωρος < ἄ- στερητικό + δῶρ(ον) + -ος <  δείτε τη λέξη δίδωμι

Επίθετο

ἄδωρος, -ος, -ον, υπερθετικός: ἀδωρότατος

  1. χωρίς δώρα, που δεν λαμβάνει δώρα
  2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος
  3. που δεν δίνει δώρα
  4. χωρίς μισθό, άμισθος

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Παράγωγα

θέμα με ἀδωρο-

  • ἀδώρητος
  • ἀδωρί
  • ἀδωρία
  • ἀδωροδόκητος
  • ἀδωροδοκήτως
  • ἀδωροδοκία
  • ἀδωρόδοκος
  • ἀδωροδόκος
  • ἀδωρόληπτος
  • ἀδωρότατος
  • ἀδώρως (επίρρημα)

 και δείτε τη λέξη δῶρον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.