χάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάρισμα τα χαρίσματα
      γενική του χαρίσματος των χαρισμάτων
    αιτιατική το χάρισμα τα χαρίσματα
     κλητική χάρισμα χαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χάρισμα < (ελληνιστική κοινή)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxa.ɾi.zma/

Ουσιαστικό

χάρισμα ουδέτερο

  1. κάτι που χαρίζεται
    • το δώρο
      Τότε προστάζει κι αλυσοδένουνε τον Πανάρετο, τον πάει σ' ένα σκοτεινό χώρο στο παλάτι, κι εκεί, αφού τον τυραννά άπονα, του κόβει το κεφάλι και τα χέρια, του βγάζει την καρδιά κι αφού τα βάζει όλα μέσα σ' ένα χρυσό βατσέλι τα δίνει χάρισμα στην κόρη του ("Ερωφίλη, από το 1934 έως σήμερα...", Του Βασίλη Πλάτανου, από την εφημερίδα ΑΥΓΗ, 30 Ιουλίου 2010)
    • μια φυσική ικανότητα που διαθέτει κάποιος
      ο Κάλχας είχε το χάρισμα της μαντικής
    • (ως απαξιωτική έκφραση) κάτι που κρίνεται ως ανάξιο λόγου και ο ομιλητής δεν ενδιαφέρεται γι' αυτό, επομένως το "χαρίζει" σε όποιον θέλει να το έχει
      και χάρισμά σας η δόξα και τα φράγκα //μα γελιέσαι αν νομίζεις πως σε κάνουν τούτα μάγκα. (από τραγούδι των Active Member)
      αυτή είναι χάρισμά σας στα μούτρα τα δικά σας (από το παιδικό τραγούδι "ένα λεπτό κρεμμύδι")

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χάρισμα < χαρίζομαι

Ουσιαστικό

χάρισμα ουδέτερο

  1. χάρισμα, δώρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.