δωρεάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δωρεάν < αρχαία ελληνική δωρεάν
Επίρρημα
δωρεάν
- (για κάτι που παρέχεται) χωρίς να απαιτείται η καταβολή χρημάτων ή οποιουδήποτε τιμήματος
- το ξενοδοχείο προσφέρει στους πελάτες του για κάθε τρεις διανυκτερεύσεις άλλη μία δωρεάν
- (και ως επίθετο)
- απόψε στο μπαρ έχει δωρεάν μπίρα για όλους
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δωρεάν < επιρρηματική χρήση της αιτιατικής του ενικού της λέξης δωρεά (ήδη από τον Ηροδότο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.