δωρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δωρίζω < μεσαιωνική ελληνική δωρίζω < αρχαία ελληνική δῶρον + -ίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | δωρίζω | δώριζα | θα δωρίζω | να δωρίζω | δωρίζοντας | |
| β' ενικ. | δωρίζεις | δώριζες | θα δωρίζεις | να δωρίζεις | δώριζε | |
| γ' ενικ. | δωρίζει | δώριζε | θα δωρίζει | να δωρίζει | ||
| α' πληθ. | δωρίζουμε | δωρίζαμε | θα δωρίζουμε | να δωρίζουμε | ||
| β' πληθ. | δωρίζετε | δωρίζατε | θα δωρίζετε | να δωρίζετε | δωρίζετε | |
| γ' πληθ. | δωρίζουν(ε) | δώριζαν δωρίζαν(ε) |
θα δωρίζουν(ε) | να δωρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | δώρισα | θα δωρίσω | να δωρίσω | δωρίσει | ||
| β' ενικ. | δώρισες | θα δωρίσεις | να δωρίσεις | δώρισε | ||
| γ' ενικ. | δώρισε | θα δωρίσει | να δωρίσει | |||
| α' πληθ. | δωρίσαμε | θα δωρίσουμε | να δωρίσουμε | |||
| β' πληθ. | δωρίσατε | θα δωρίσετε | να δωρίσετε | δωρίστε | ||
| γ' πληθ. | δώρισαν δωρίσαν(ε) |
θα δωρίσουν(ε) | να δωρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω δωρίσει | είχα δωρίσει | θα έχω δωρίσει | να έχω δωρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις δωρίσει | είχες δωρίσει | θα έχεις δωρίσει | να έχεις δωρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει δωρίσει | είχε δωρίσει | θα έχει δωρίσει | να έχει δωρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε δωρίσει | είχαμε δωρίσει | θα έχουμε δωρίσει | να έχουμε δωρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε δωρίσει | είχατε δωρίσει | θα έχετε δωρίσει | να έχετε δωρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν δωρίσει | είχαν δωρίσει | θα έχουν δωρίσει | να έχουν δωρίσει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.