θεοδώρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θεοδώρητος η θεοδώρητη το θεοδώρητο
      γενική του θεοδώρητου της θεοδώρητης του θεοδώρητου
    αιτιατική τον θεοδώρητο τη θεοδώρητη το θεοδώρητο
     κλητική θεοδώρητε θεοδώρητη θεοδώρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θεοδώρητοι οι θεοδώρητες τα θεοδώρητα
      γενική των θεοδώρητων των θεοδώρητων των θεοδώρητων
    αιτιατική τους θεοδώρητους τις θεοδώρητες τα θεοδώρητα
     κλητική θεοδώρητοι θεοδώρητες θεοδώρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

θεοδώρητος < ελληνιστική κοινή θεοδώρητος < αρχαία ελληνική θεός + δῶρον

Επίθετο

θεοδώρητος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.