δωρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δωρικός | η | δωρική | το | δωρικό |
| γενική | του | δωρικού | της | δωρικής | του | δωρικού |
| αιτιατική | τον | δωρικό | τη | δωρική | το | δωρικό |
| κλητική | δωρικέ | δωρική | δωρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δωρικοί | οι | δωρικές | τα | δωρικά |
| γενική | των | δωρικών | των | δωρικών | των | δωρικών |
| αιτιατική | τους | δωρικούς | τις | δωρικές | τα | δωρικά |
| κλητική | δωρικοί | δωρικές | δωρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δωρικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Δωρικός < Δωρι(εύς) + -ικός
- (αρχιτεκτονικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ordre dorique & γερμανική dorischer Stil[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðo.ɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δω‐ρι‐κός
Επίθετο
δωρικός -ή -ό
- σχετικός με τους Δωριείς
- (αρχαιολογία, αρχιτεκτονική) που αναφέρεται στον δωρικό ρυθμό
- ↪δωρικό κιονόκρανο
- (μεταφορικά) λιτός, σοβαρός και επιβλητικός
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
δωρικός
|
Αναφορές
- δωρικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.