λακωνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λακωνίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λακωνίζω (μιμούμαι τους Λάκωνες)[1]

Ρήμα

λακωνίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • λακωνίζω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λακωνίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

λακωνίζω

  1. φέρομαι όπως οι Λάκωνες, μιμούμαι τους τρόπους ή το ντύσιμό τους
  2. υποστηρίζω τους Λακεδαιμόνιους, συντάσσομαι με τα συμφέροντα της (αρχαίας) Σπάρτης
  3. είμαι παιδεραστής
     συνώνυμα: παιδεραστῶ

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.