Δωριεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δωριεύς οἱ Δωριεῖς - Δωριῆς*
      γενική τοῦ Δωριέως
& Δωριῶς
τῶν Δωριέων
& Δωριῶν
      δοτική τῷ Δωριεῖ τοῖς Δωριεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δωριέ
& Δωρι
τοὺς Δωριέᾱς
& Δωριᾶς
     κλητική ! Δωριεῦ Δωριεῖς - Δωριῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δωρι1 ή Δωριεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Δωριέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Δωριεύς < άγνωστης ετυμολογίας. Μερικοί το συνδέουν με το δόρυ.[1]

Ουσιαστικό

Δωριεύς αρσενικό

  • (εθνικό όνομα) που ανήκει στη φυλή των Δωριέων

Συγγενικά

Κύριο όνομα

Δωριεύς αρσενικό

Αναφορές

  1. «δωρικός» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.