διεγερτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διεγερτικός | η | διεγερτική | το | διεγερτικό |
| γενική | του | διεγερτικού | της | διεγερτικής | του | διεγερτικού |
| αιτιατική | τον | διεγερτικό | τη | διεγερτική | το | διεγερτικό |
| κλητική | διεγερτικέ | διεγερτική | διεγερτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διεγερτικοί | οι | διεγερτικές | τα | διεγερτικά |
| γενική | των | διεγερτικών | των | διεγερτικών | των | διεγερτικών |
| αιτιατική | τους | διεγερτικούς | τις | διεγερτικές | τα | διεγερτικά |
| κλητική | διεγερτικοί | διεγερτικές | διεγερτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διεγερτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διεγερτικός < διεγείρω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; }< διά + ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.e.ʝeɾ.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐γερ‐τι‐κός
Επίθετο
διεγερτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
- (ειδικότερα) που έχει σχέση με την σεξουαλική διέγερση, αναφέρεται σ’ αυτή ή συμβάλλει σ’ αυτή
Αντώνυμα
Συγγενικά
- διεγερτικά
- → δείτε τις λέξεις διεγείρω και εγείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | διεγερτικός | ἡ | διεγερτική | τὸ | διεγερτικόν |
| γενική | τοῦ | διεγερτικοῦ | τῆς | διεγερτικῆς | τοῦ | διεγερτικοῦ |
| δοτική | τῷ | διεγερτικῷ | τῇ | διεγερτικῇ | τῷ | διεγερτικῷ |
| αιτιατική | τὸν | διεγερτικόν | τὴν | διεγερτικήν | τὸ | διεγερτικόν |
| κλητική ὦ! | διεγερτικέ | διεγερτική | διεγερτικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | διεγερτικοί | αἱ | διεγερτικαί | τὰ | διεγερτικᾰ́ |
| γενική | τῶν | διεγερτικῶν | τῶν | διεγερτικῶν | τῶν | διεγερτικῶν |
| δοτική | τοῖς | διεγερτικοῖς | ταῖς | διεγερτικαῖς | τοῖς | διεγερτικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | διεγερτικούς | τὰς | διεγερτικᾱ́ς | τὰ | διεγερτικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | διεγερτικοί | διεγερτικαί | διεγερτικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διεγερτικώ | τὼ | διεγερτικᾱ́ | τὼ | διεγερτικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | διεγερτικοῖν | τοῖν | διεγερτικαῖν | τοῖν | διεγερτικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- διεγερτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.