ἐγείρω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ἐγείρω | ἐγείρομαι |
| Παρατατικός | ἤγειρον & (επικό) ἔγειρον | ἠγειρόμην |
| Μέλλοντας | ἐγερῶ | ἐγεροῦμαι & ἐγερθήσομαι |
| Αόριστος | ἤγειρα | ἠγρόμην & ἠγέρθην & ἠγειράμην (ελληνιστικό) & (επικό) ἔγερθεν |
| Παρακείμενος | ἐγήγερκα & ἐγρήγορα | ἐγήγερμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἐγηγέρκειν & ἐγρηγόρειν | ἐγηγέρμην |
| Συντελ.Μέλλ. | ἐγηγερκώς ἔσομαι | ἐγηγερμένος ἔσομαι |
Ετυμολογία
- ἐγείρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ)
Ρήμα
ἐγείρω
Συγγενικά
- ἔγερσις
- ἐγερτέον
- ἐγερτήριον
- ἐγερτί
- ἐγερτικός
- ἐγερτός
- ἐγρηγορικός
- ἐγρήγορσις
- ἐγρηγορτί
- ἐγρήσσω
Σύνθετα
Κλίση
ἐγείρω - ενεργητικοί τύποι
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἐγείρω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐγείρω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.