κατασταλτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασταλτικός η κατασταλτική το κατασταλτικό
      γενική του κατασταλτικού της κατασταλτικής του κατασταλτικού
    αιτιατική τον κατασταλτικό την κατασταλτική το κατασταλτικό
     κλητική κατασταλτικέ κατασταλτική κατασταλτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασταλτικοί οι κατασταλτικές τα κατασταλτικά
      γενική των κατασταλτικών των κατασταλτικών των κατασταλτικών
    αιτιατική τους κατασταλτικούς τις κατασταλτικές τα κατασταλτικά
     κλητική κατασταλτικοί κατασταλτικές κατασταλτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατασταλτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασταλτικός < αρχαία ελληνική καταστέλλω < κατά + στέλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ta.stal.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατασταλτικός

Επίθετο

κατασταλτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κατασταλτικός κατασταλτική τὸ κατασταλτικόν
      γενική τοῦ κατασταλτικοῦ τῆς κατασταλτικῆς τοῦ κατασταλτικοῦ
      δοτική τῷ κατασταλτικ τῇ κατασταλτικ τῷ κατασταλτικ
    αιτιατική τὸν κατασταλτικόν τὴν κατασταλτικήν τὸ κατασταλτικόν
     κλητική ! κατασταλτικέ κατασταλτική κατασταλτικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κατασταλτικοί αἱ κατασταλτικαί τὰ κατασταλτικᾰ́
      γενική τῶν κατασταλτικῶν τῶν κατασταλτικῶν τῶν κατασταλτικῶν
      δοτική τοῖς κατασταλτικοῖς ταῖς κατασταλτικαῖς τοῖς κατασταλτικοῖς
    αιτιατική τοὺς κατασταλτικούς τὰς κατασταλτικᾱ́ς τὰ κατασταλτικᾰ́
     κλητική ! κατασταλτικοί κατασταλτικαί κατασταλτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κατασταλτικώ τὼ κατασταλτικᾱ́ τὼ κατασταλτικώ
      γεν-δοτ τοῖν κατασταλτικοῖν τοῖν κατασταλτικαῖν τοῖν κατασταλτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατασταλτικός < αρχαία ελληνική καταστέλλω, κατα- + θέμα σταλ- + -τικός < κατά + στέλλω

Επίθετο

κατασταλτικός, -ή, -όν, συγκριτικός: κατασταλτικώτερος

Παράγωγα

  • κατασταλτικώτερον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.