διεγερτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διεγερτικά < διεγερτικ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.e.ʝeɾ.tiˈka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεγερτικά

Επίρρημα

διεγερτικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

διεγερτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.