συγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συγυρίζω < μεσαιωνική ελληνική συγυρίζω (διαπομπεύω, μαζί με άλλους εκθέτω σε προπηλακισμούς κάποιον γυρίζοντάς τον στους δρόμους της πόλης)
Ρήμα
συγυρίζω
- τακτοποιώ αντικείμενα, περιορίζω την ακαταστασία
- ※ Σκέφτηκε να μαζέψει, να συγυρίσει τα ρούχα του, που τα είχε πετάξει κάτω. (Δημήτρης Κολλάτος, Οι ελιές)
- ≈ συνώνυμα: συμμαζεύω
- βάζω κάποιον στη θέση του, τον τιμωρώ, τον εγκαλώ (έννοια που απόμεινε από το μεσαιωνικό συγύρισμα)
- (παθητική φωνή) συγυρίζομαι: φροντίζω τον εαυτό μου, την εξωτερική μου εμφάνιση
Συγγενικά
- συγύρισμα
- συγυρίστρα
- → δείτε τις λέξεις συν και γύρος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγυρίζω | συγύριζα | θα συγυρίζω | να συγυρίζω | συγυρίζοντας | |
| β' ενικ. | συγυρίζεις | συγύριζες | θα συγυρίζεις | να συγυρίζεις | συγύριζε | |
| γ' ενικ. | συγυρίζει | συγύριζε | θα συγυρίζει | να συγυρίζει | ||
| α' πληθ. | συγυρίζουμε | συγυρίζαμε | θα συγυρίζουμε | να συγυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | συγυρίζετε | συγυρίζατε | θα συγυρίζετε | να συγυρίζετε | συγυρίζετε | |
| γ' πληθ. | συγυρίζουν(ε) | συγύριζαν συγυρίζαν(ε) |
θα συγυρίζουν(ε) | να συγυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγύρισα | θα συγυρίσω | να συγυρίσω | συγυρίσει | ||
| β' ενικ. | συγύρισες | θα συγυρίσεις | να συγυρίσεις | συγύρισε | ||
| γ' ενικ. | συγύρισε | θα συγυρίσει | να συγυρίσει | |||
| α' πληθ. | συγυρίσαμε | θα συγυρίσουμε | να συγυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | συγυρίσατε | θα συγυρίσετε | να συγυρίσετε | συγυρίστε | ||
| γ' πληθ. | συγύρισαν συγυρίσαν(ε) |
θα συγυρίσουν(ε) | να συγυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συγυρίσει | είχα συγυρίσει | θα έχω συγυρίσει | να έχω συγυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις συγυρίσει | είχες συγυρίσει | θα έχεις συγυρίσει | να έχεις συγυρίσει | έχε συγυρισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει συγυρίσει | είχε συγυρίσει | θα έχει συγυρίσει | να έχει συγυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγυρίσει | είχαμε συγυρίσει | θα έχουμε συγυρίσει | να έχουμε συγυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε συγυρίσει | είχατε συγυρίσει | θα έχετε συγυρίσει | να έχετε συγυρίσει | έχετε συγυρισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συγυρίσει | είχαν συγυρίσει | θα έχουν συγυρίσει | να έχουν συγυρίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συγυρισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συγυρισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συγυρισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συγυρισμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.