διασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διασκευή οι διασκευές
      γενική της διασκευής των διασκευών
    αιτιατική τη διασκευή τις διασκευές
     κλητική διασκευή διασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκευή < δια- + αρχαία ελληνική σκευή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrangement) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ðʝa.sceˈvi/ & /ði̯a.sceˈvi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασκευή

Ουσιαστικό

διασκευή θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασκευή αἱ διασκευαί
      γενική τῆς διασκευῆς τῶν διασκευῶν
      δοτική τῇ διασκευ ταῖς διασκευαῖς
    αιτιατική τὴν διασκευήν τὰς διασκευᾱ́ς
     κλητική ! διασκευή διασκευαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκευᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διασκευαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκευή < δια- + αρχαία ελληνική σκευή

Ουσιαστικό

διασκευή θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) κατασκευή
  2. (ελληνιστική κοινή) εξοπλισμός
  3. (ελληνιστική κοινή) διασκευή, τροποποίηση
  4. (ελληνιστική κοινή) (θέατρο) παράσταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.