διασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διασκευή | οι | διασκευές |
| γενική | της | διασκευής | των | διασκευών |
| αιτιατική | τη | διασκευή | τις | διασκευές |
| κλητική | διασκευή | διασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκευή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκευή < δια- + αρχαία ελληνική σκευή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική arrangement) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðʝa.sceˈvi/ & /ði̯a.sceˈvi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐σκευ‐ή
Μεταφράσεις
διασκευή
|
Αναφορές
- διασκευή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διασκευή | αἱ | διασκευαί |
| γενική | τῆς | διασκευῆς | τῶν | διασκευῶν |
| δοτική | τῇ | διασκευῇ | ταῖς | διασκευαῖς |
| αιτιατική | τὴν | διασκευήν | τὰς | διασκευᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | διασκευή | διασκευαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκευᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διασκευαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκευή < δια- + αρχαία ελληνική σκευή
Ουσιαστικό
διασκευή θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.