διασκευάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
διασκευάζομαι, π.αόρ.: διασκευάστηκα, μτχ.π.π.: διασκευασμένος, (ενεργ.: διασκευάζω)
- παθητική φωνή του ρήματος διασκευάζω → δείτε και την κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.