διασκευασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διασκευασμένος η διασκευασμένη το διασκευασμένο
      γενική του διασκευασμένου της διασκευασμένης του διασκευασμένου
    αιτιατική τον διασκευασμένο τη διασκευασμένη το διασκευασμένο
     κλητική διασκευασμένε διασκευασμένη διασκευασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διασκευασμένοι οι διασκευασμένες τα διασκευασμένα
      γενική των διασκευασμένων των διασκευασμένων των διασκευασμένων
    αιτιατική τους διασκευασμένους τις διασκευασμένες τα διασκευασμένα
     κλητική διασκευασμένοι διασκευασμένες διασκευασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.sce.vaˈzme.nos/ & /ðʝa.sce.vaˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασκευασμένος

Μετοχή

διασκευασμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.