διασκευαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διασκευαστής οι διασκευαστές
      γενική του διασκευαστή των διασκευαστών
    αιτιατική τον διασκευαστή τους διασκευαστές
     κλητική διασκευαστή διασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διασκευαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκευαστής (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική arrangeur) [1] < διασκευάζω < αρχαία ελληνική διασκευάζομαι < δια- + σκευή

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.sce.vaˈstis/ & /ðʝa.sce.vaˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διασκευαστής

Ουσιαστικό

διασκευαστής αρσενικό (θηλυκό διασκευάστρια)

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διασκευαστής οἱ διασκευασταί
      γενική τοῦ διασκευαστοῦ τῶν διασκευαστῶν
      δοτική τῷ διασκευαστ τοῖς διασκευασταῖς
    αιτιατική τὸν διασκευαστήν τοὺς διασκευαστᾱ́ς
     κλητική ! διασκευαστᾰ́ διασκευασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διασκευαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διασκευασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

διασκευαστής αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.