καθοδήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθοδήγηση | οι | καθοδηγήσεις |
| γενική | της | καθοδήγησης* | των | καθοδηγήσεων |
| αιτιατική | την | καθοδήγηση | τις | καθοδηγήσεις |
| κλητική | καθοδήγηση | καθοδηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καθοδηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καθοδήγηση < (ελληνιστική κοινή) καθοδήγησις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.θoˈði.ʝi.si/
Ουσιαστικό
καθοδήγηση θηλυκό
- το να δίνει κάποιος οδηγίες, συμβουλές σε κάποιο άλλο άτομο
- το κομματικό στέλεχος ή όργανο που καθοδηγεί μια κομματική οργάνωση ενός κόμματος (η χρήση του όρου ξεκίνησε από τα κομμουνιστικά κόμματα, επεκτάθηκε όμως αργότερα και σε κόμματα ενός ευρύτερου φάσματος)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καθοδηγώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.