διάρρηξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάρρηξη οι διαρρήξεις
      γενική της διάρρηξης* των διαρρήξεων
    αιτιατική τη διάρρηξη τις διαρρήξεις
     κλητική διάρρηξη διαρρήξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαρρήξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάρρηξη < (ελληνιστική κοινή) διάρρηξις < αρχαία ελληνική διά + ῥήγνυμι (2, 3: (σημασιολογικό δάνειο) (γερμανικά) Εinbruch)

Ουσιαστικό

διάρρηξη θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) θραύση, σπάσιμο
  2. το να παραβιάζει κανείς κάποιον κλειδωμένο ή κλειστό χώρο, προκειμένου να κλέψει
  3. κλοπή
  4. η δημιουργία μιας ασυνέχειας, ενός ρήγματος
     συνώνυμα: ρήξη
  5. διακοπή, ακύρωση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.