θραύση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θραύση | οι | θραύσεις |
| γενική | της | θραύσης* | των | θραύσεων |
| αιτιατική | τη | θραύση | τις | θραύσεις |
| κλητική | θραύση | θραύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, θραύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θραύση < αρχαία ελληνική θραῦσις < θραύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθɾaf.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θραύ‐ση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη θραύω
Πολυλεκτικοί όροι
- κάνω θραύση: πετυχαίνω ή εξαπλώνομαι σε μεγάλο βαθμό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.