διάρρηξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάρρηξῐς αἱ διαρρήξεις
      γενική τῆς διαρρήξεως τῶν διαρρήξεων
      δοτική τῇ διαρρήξει ταῖς διαρρήξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάρρηξῐν τὰς διαρρήξεις
     κλητική ! διάρρηξῐ διαρρήξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαρρήξει
γεν-δοτ τοῖν  διαρρηξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάρρηξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι, διαρρηγ- + -σις > -ξις. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + ῥῆξις. Για την ορθογραφία  δείτε ρρ.

Ουσιαστικό

διάρρηξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.