διαρρηκτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαρρηκτός | η | διαρρηκτή | το | διαρρηκτό |
| γενική | του | διαρρηκτού | της | διαρρηκτής | του | διαρρηκτού |
| αιτιατική | τον | διαρρηκτό | τη | διαρρηκτή | το | διαρρηκτό |
| κλητική | διαρρηκτέ | διαρρηκτή | διαρρηκτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαρρηκτοί | οι | διαρρηκτές | τα | διαρρηκτά |
| γενική | των | διαρρηκτών | των | διαρρηκτών | των | διαρρηκτών |
| αιτιατική | τους | διαρρηκτούς | τις | διαρρηκτές | τα | διαρρηκτά |
| κλητική | διαρρηκτοί | διαρρηκτές | διαρρηκτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διαρρηκτός < διαρρηγνύω + -τός
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
διαρρηκτός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.