γρανίτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρανίτης | οι | γρανίτες |
| γενική | του | γρανίτη | των | γρανιτών |
| αιτιατική | τον | γρανίτη | τους | γρανίτες |
| κλητική | γρανίτη | γρανίτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈni.tis/
Ουσιαστικό
γρανίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) σκληρό πυριγενές και εκρηξιγενές σκληρό πέτρωμα με κοκκώδη ιστό
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός κάποιου (έμβιου όντος ή πράγματος) που χαρακτηρίζεται από σκληρότητα και αντοχή
Συγγενικά
- γρανίτα
- γρανιτένιος
- γρανιτικός
- γρανίτινος
- γρανιτοειδής
- γρανιτώδης
- → δείτε τη λέξη γρανάτης
-
γρανίτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.