γρανιτένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρανιτένιος η γρανιτένια το γρανιτένιο
      γενική του γρανιτένιου της γρανιτένιας του γρανιτένιου
    αιτιατική τον γρανιτένιο τη γρανιτένια το γρανιτένιο
     κλητική γρανιτένιε γρανιτένια γρανιτένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρανιτένιοι οι γρανιτένιες τα γρανιτένια
      γενική των γρανιτένιων των γρανιτένιων των γρανιτένιων
    αιτιατική τους γρανιτένιους τις γρανιτένιες τα γρανιτένια
     κλητική γρανιτένιοι γρανιτένιες γρανιτένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γρανιτένιος < γρανίτ(ης) + -ένιος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.niˈte.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρανιτένιος

Επίθετο

γρανιτένιος, -α, -ο

  1. που είναι από γρανίτη
  2. (μεταφορικά, για θέληση) πολύ μεγάλη, σταθερή
    έχει σιδερένια, γρανιτένια θέληση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.