γρανίτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γρανίτα οι γρανίτες
      γενική της γρανίτας των γρανιτών
    αιτιατική τη γρανίτα τις γρανίτες
     κλητική γρανίτα γρανίτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρανίτα < (άμεσο δάνειο) ιταλική granita < granire < grano < λατινική granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵr̥h₂nóm < *ǵerh₂ (μεγαλώνω, ωριμάζω)

Ουσιαστικό

γρανίτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.