γρανάτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρανάτης | οι | γρανάτες |
| γενική | του | γρανάτη | των | γρανατών |
| αιτιατική | τον | γρανάτη | τους | γρανάτες |
| κλητική | γρανάτη | γρανάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρανάτης < (άμεσο δάνειο) γερμανική Granat < λατινική granatum (ρόδι) < granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵr̥h₂nóm < ǵr̥h₂-nós < *ǵerh₂- (μεγαλώνω, ωριμάζω)
Ουσιαστικό
γρανάτης αρσενικό
-
γρανάτης στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
