γρανίτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γρανίτινος η γρανίτινη το γρανίτινο
      γενική του γρανίτινου της γρανίτινης του γρανίτινου
    αιτιατική τον γρανίτινο τη γρανίτινη το γρανίτινο
     κλητική γρανίτινε γρανίτινη γρανίτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γρανίτινοι οι γρανίτινες τα γρανίτινα
      γενική των γρανίτινων των γρανίτινων των γρανίτινων
    αιτιατική τους γρανίτινους τις γρανίτινες τα γρανίτινα
     κλητική γρανίτινοι γρανίτινες γρανίτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γρανίτινος < γρανίτ(ης) + -ινος

Επίθετο

γρανίτινος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.