εκρηξιγενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εκρηξιγενής | η | εκρηξιγενής | το | εκρηξιγενές |
| γενική | του | εκρηξιγενούς* | της | εκρηξιγενούς | του | εκρηξιγενούς |
| αιτιατική | τον | εκρηξιγενή | την | εκρηξιγενή | το | εκρηξιγενές |
| κλητική | εκρηξιγενή(ς) | εκρηξιγενής | εκρηξιγενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εκρηξιγενείς | οι | εκρηξιγενείς | τα | εκρηξιγενή |
| γενική | των | εκρηξιγενών | των | εκρηξιγενών | των | εκρηξιγενών |
| αιτιατική | τους | εκρηξιγενείς | τις | εκρηξιγενείς | τα | εκρηξιγενή |
| κλητική | εκρηξιγενείς | εκρηξιγενείς | εκρηξιγενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εκρηξιγενής < αρχαία ελληνική ἔκρηξι(ς) + -γενής, (απόδοση για τη γαλλική éruptif)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.kɾi.ksi.ʝeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐κρη‐ξι‐γε‐νής
Επίθετο
εκρηξιγενής, -ής, -ές
- (γεωλογία) που σχηματίστηκε από υλικά που βγήκαν από το εσωτερικό της γης με εκρήξεις ηφαιστείων
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
εκρηξιγενής
|
Αναφορές
- εκρηξιγενής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.