granum

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

granum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵr̥h₂nóm < *ǵr̥h₂-nós ‎(ώριμος) < *ǵerh₂- ‎(μεγαλώνω, ωριμάζω)

Ουσιαστικό

granum ουδέτερο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική granum grana
γενική granī granōrum
δοτική granō granīs
αιτιατική granum grana
κλητική granum grana
αφαιρετική granō granīs
(β' κλίση)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.