granito
Γαλλικά
(fr)
ενικός
πληθυντικός
granito
granitos
Ουσιαστικό
granito
(fr)
αρσενικό
χρωματιστό
μπετόν
με κόκκους
μάρμαρου
που μοιάζει με
γρανίτη
αφού
στιλβωθεί
Συγγενικά
→
δείτε
τη
λέξη
grain
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
granito
(it)
γρανίτης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.