βέρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βέρος | η | βέρα | το | βέρο |
| γενική | του | βέρου | της | βέρας | του | βέρου |
| αιτιατική | τον | βέρο | τη | βέρα | το | βέρο |
| κλητική | βέρε | βέρα | βέρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βέροι | οι | βέρες | τα | βέρα |
| γενική | των | βέρων | των | βέρων | των | βέρων |
| αιτιατική | τους | βέρους | τις | βέρες | τα | βέρα |
| κλητική | βέροι | βέρες | βέρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βέρος < (άμεσο δάνειο) ιταλική vero (αληθινός) + -ς < λατινική veritas (αλήθεια)
Προφορά
- ΔΦΑ : /veˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βέ‐ρος
Επίθετο
βέρος, -α, -ο
- (για πρόσωπα, κυρίως για την καταγωγή) αληθινός και γνήσιος, αυτόχθονας, γηγενής
- ↪ είναι βέρος Θεσσαλονικιός
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
βέρος
|
Πηγές
- βέρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.