ντεμέκ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ντεμέκ
<
(
άμεσο δάνειο
)
τουρκική
demek
Προφορά
ΔΦΑ
: /
deˈmek
/
Επίρρημα
ντεμέκ
(
ιδιωματικό
)
δήθεν
,
τάχα
γιαλαντζί
Μεταφράσεις
ντεμέκ
→
δείτε
τις
λέξεις
δήθεν
και
τάχα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.