νοθευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νοθευμένος η νοθευμένη το νοθευμένο
      γενική του νοθευμένου της νοθευμένης του νοθευμένου
    αιτιατική τον νοθευμένο τη νοθευμένη το νοθευμένο
     κλητική νοθευμένε νοθευμένη νοθευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νοθευμένοι οι νοθευμένες τα νοθευμένα
      γενική των νοθευμένων των νοθευμένων των νοθευμένων
    αιτιατική τους νοθευμένους τις νοθευμένες τα νοθευμένα
     κλητική νοθευμένοι νοθευμένες νοθευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

νοθευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νοθεύω

Μετοχή

νοθευμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.