αντιγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αντιγραμμένος | η | αντιγραμμένη | το | αντιγραμμένο |
| γενική | του | αντιγραμμένου | της | αντιγραμμένης | του | αντιγραμμένου |
| αιτιατική | τον | αντιγραμμένο | την | αντιγραμμένη | το | αντιγραμμένο |
| κλητική | αντιγραμμένε | αντιγραμμένη | αντιγραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αντιγραμμένοι | οι | αντιγραμμένες | τα | αντιγραμμένα |
| γενική | των | αντιγραμμένων | των | αντιγραμμένων | των | αντιγραμμένων |
| αιτιατική | τους | αντιγραμμένους | τις | αντιγραμμένες | τα | αντιγραμμένα |
| κλητική | αντιγραμμένοι | αντιγραμμένες | αντιγραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αντιγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αντιγράφω
Μεταφράσεις
αντιγραμμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.