αληθινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αληθινός | η | αληθινή | το | αληθινό |
| γενική | του | αληθινού | της | αληθινής | του | αληθινού |
| αιτιατική | τον | αληθινό | την | αληθινή | το | αληθινό |
| κλητική | αληθινέ | αληθινή | αληθινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αληθινοί | οι | αληθινές | τα | αληθινά |
| γενική | των | αληθινών | των | αληθινών | των | αληθινών |
| αιτιατική | τους | αληθινούς | τις | αληθινές | τα | αληθινά |
| κλητική | αληθινοί | αληθινές | αληθινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αληθινός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀληθινός < ἀληθής
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.θiˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λη‐θι‐νός
Επίθετο
αληθινός, -ή, -ό
- που ανταποκρίνεται στην αλήθεια, που δεν περιέχει ψεύδη ή υποκρισία
- ↪ αληθινά λόγια, αληθινή αγάπη
- (για αντικείμενα) πραγματικός, γνήσιος
- ↪ αληθινά μαργαριτάρια
- (για πρόσωπα) πραγματικός, γνήσιος, που ανταποκρίνεται στο ιδανικό
- ↪ ένας αληθινός ήρωας
- (με οριστικό άρθρο, για πρόσωπα) ο πραγματικός, αυτός που στην πραγματικότητα έχει την αναφερόμενη ιδιότητα
- ↪ γνώρισε τους αληθινούς γονείς του σε μεγάλη ηλικία
Συνώνυμα
- αληθής (όπως στα μαθηματικά, τη λογική)
- άψευστος/άψευτος
- πραγματικός
→ και δείτε τη λέξη γνήσιος
Παράγωγα
- αληθινά (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.