αυθεντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυθεντικός | η | αυθεντική | το | αυθεντικό |
| γενική | του | αυθεντικού | της | αυθεντικής | του | αυθεντικού |
| αιτιατική | τον | αυθεντικό | την | αυθεντική | το | αυθεντικό |
| κλητική | αυθεντικέ | αυθεντική | αυθεντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυθεντικοί | οι | αυθεντικές | τα | αυθεντικά |
| γενική | των | αυθεντικών | των | αυθεντικών | των | αυθεντικών |
| αιτιατική | τους | αυθεντικούς | τις | αυθεντικές | τα | αυθεντικά |
| κλητική | αυθεντικοί | αυθεντικές | αυθεντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυθεντικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθεντικός < αρχαία ελληνική αὐθέντης
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fθen.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θε‐ντι‐κός
Επίθετο
αυθεντικός, ή, -ό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.