πηγαίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηγαίος η πηγαία το πηγαίο
      γενική του πηγαίου της πηγαίας του πηγαίου
    αιτιατική τον πηγαίο την πηγαία το πηγαίο
     κλητική πηγαίε πηγαία πηγαίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηγαίοι οι πηγαίες τα πηγαία
      γενική των πηγαίων των πηγαίων των πηγαίων
    αιτιατική τους πηγαίους τις πηγαίες τα πηγαία
     κλητική πηγαίοι πηγαίες πηγαία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηγαίος < αρχαία ελληνική πηγαῖος < πηγή

Επίθετο

πηγαίος

  1. (κυριολεκτικά) που πηγάζει ή προέρχεται από πηγή
  2. (μεταφορικά) αυθεντικός, αυθόρμητος, αβίαστος

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.