Γενάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γενάρης | οι | Γενάρηδες |
| γενική | του | Γενάρη | των | Γενάρηδων |
| αιτιατική | τον | Γενάρη | τους | Γενάρηδες |
| κλητική | Γενάρη | Γενάρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γενάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Γεννάριος με ορθογραφική απλοποίηση < μεσαιωνική λατινική ianuarius[1]
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Genaris
Μεταφράσεις
Γενάρης
|
→ δείτε τη λέξη Ιανουάριος |
Αναφορές
- Γενάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.