γόμωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόμωση οι γομώσεις
      γενική της γόμωσης* των γομώσεων
    αιτιατική τη γόμωση τις γομώσεις
     κλητική γόμωση γομώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γομώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόμωση < (καθαρεύουσα) γόμωσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόμωσις (φόρτωμα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική charge[1] < γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣo.mo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γόμωση

Ουσιαστικό

γόμωση αρσενικό

  1. το γέμισμα όπλου ή μηχανισμού με ποσότητα εκρηκτικών υλών
  2. οι εκρηκτικές ύλες

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη γομώνω

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.