γόμωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γόμωση | οι | γομώσεις |
| γενική | της | γόμωσης* | των | γομώσεων |
| αιτιατική | τη | γόμωση | τις | γομώσεις |
| κλητική | γόμωση | γομώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γομώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γόμωση < (καθαρεύουσα) γόμωσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόμωσις (φόρτωμα) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική charge[1] < γομόω-γομῶ (φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω χώρο με φορτίο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣo.mo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γό‐μω‐ση
Ουσιαστικό
γόμωση αρσενικό
- το γέμισμα όπλου ή μηχανισμού με ποσότητα εκρηκτικών υλών
- οι εκρηκτικές ύλες
Αναφορές
- γόμωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.